- αεροναύτης
- ομέλος τού πληρώματος αερόπλοιου ή σφαιρικού αερόστατου.[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αέρας + ναύτης, πρβλ. γαλλ. aeronaute].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αεροναύτης — ο αυτός που ανήκει στο πλήρωμα αεροσκάφους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
αεροναυτικός — ή, ό [αεροναύτης] 1. ο αναφερόμενος στους αεροναύτες και την αποστολή τους 2. το θηλ. ως ουσ. η αεροναυτική* … Dictionary of Greek
αερόστατο — Αεροσκάφος το οποίο μπορεί να συγκρατείται στην ατμόσφαιρα μόνο με την επίδραση της άνωσης που δέχεται από τον αέρα (αρχή του Αρχιμήδη). Αποτελείται ουσιαστικά από ένα μπαλόνι στήριξης, εντελώς αεροστεγές, γεμάτο με αέριο ελαφρύτερο από τον αέρα … Dictionary of Greek
αστροναύτης — ο αυτός που ταξιδεύει στο διάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αστρο + ναύτης πρβλ. αγγλ. astronaut (< astro + naut πρβλ. aeronaut, αεροναύτης)] … Dictionary of Greek
Πιλάτρ ντε Ροζιέ, Φραγκίσκος — (Pilatre de Rosier, 1756 – 1785). Γάλλος φυσικοχημικός και αεροναύτης. Διετέλεσε καθηγητής της φυσικής και της χημείας αλλά παραιτήθηκε και ανέλαβε τη διεύθυνση του φυσικού και χημικού εργαστηρίου του κόμη ντ’ Αρτουά, αδελφού του βασιλιά… … Dictionary of Greek